- προκατάληξις
- προκατά-ληξις, εως, ἡ,A previous cessation, Gal.19.216.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατάληξις — ήξεως, ἡ, Α [προκαταλήγω] προηγούμενη, προκαταρκτική λήξη … Dictionary of Greek